-
1 крыло
1. тех. το πτερύγιο, το φτερό, η πτέρυγα 2. (у птиц, насекомых и т.п.) το φτερό, τοπτερόРусско-греческий словарь научных и технических терминов > крыло
-
2 крыло
крылос в разн. знач. τό φτερό[ν], ἡ πτέρυγα [-υξ], ἡ φτεροῦγα:\крыло автомобиля (самолета) τό φτερό τοῦ αὐτοκινήτου (τό ἀεροπλάνου)· \крыло ветряной мельницы τό φτερό ἀνεμομύλου· \крыло здания ἡ πτέρυγα οίκοδομής· махать крыльями φτερουγίζω· расправить крылья а) ἀνοίγω τά φτερά, б) перен ἀναπτερώνομαι· ◊ подрезать крылья кому́-л. κόβω τά φτερά κάποιου, τοῦ ψαλιδίζω τά φτερά. -
3 крыло
-ά, πλθ. крылья-ьев κ. παλ. -έ, крыл, крылом ουδ.1. φτερό, πτερό, φτερούγα, πτέρυγα•орёл распустил свои крылья ο αετός άνοιξε τις φτερούγες του•
крылья бабочки τα φτερά της πεταλούδας•
махать крыльями χτυπώ τα φτερά, φτερουγίζω•
крыло автомобиля το φτερό αυτοκινήτου (προφυλακτήρας από τη λάσπη)•
крыло самолёта η πτέρυγα του αεροπλάνου.
2. πτερύγιο έλικα, ανεμόμυλου.3. πλευρά αλιευτικού διχτιού.4. πτέρυγα στρατ. τμήματος (σε διάταξη μάχης).5. πτέρυγα οικοδομής.6. πτέρυγα (κόμματος, οργάνωσης κ.τ.τ.)• левое крыло буржуазных партий η αριστερή πτέρυγα των αστικών κομμάτων.εκφρ.- лья носа – τα πτερύγια της μύτης•опустить -лья – παρακμάζω, κόβονται τα φτερά μου•подрезать (обрезать, подсечь) -лья кому – κόβω τη φόρα κάποιου, κόβω το βήχα (στερώ των δυνατοτήτων, της δραστηριότητας)•расправить -лья – απλώνω τα φτερά αναπτύσσω όλη τη δραστηριότητα.